ἀφήσεις

ἀφήσεις
ἀφίημι
send forth
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σχηματίζω — ΝΜΑ [σχῆμα, ήματος) 1. (μτβ.) δίνω σχήμα, δίνω μορφή σε ένα αντικείμενο, τὸ διαμορφώνω 2. (αμτβ.) α) παίρνω ή έχω ένα ορισμένο σχήμα, μια ορισμένη μορφή (α. «αν αφήσεις αυτό το ξύλινο τεμάχιο στον ήλιο, θα χαλάσει και θα σχηματίσει κοιλότητες» β …   Dictionary of Greek

  • Sprachvergleich anhand des Vaterunsers — Vergleich der Vaterunser Texte in Sanskrit und Kaschmirisch, um 1850 Das „Vaterunser“ wird in der vergleichenden Sprachwissenschaft gelegentlich zu Hilfe gezogen, um verwandte Idiome miteinander zu vergleichen. Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • отъпоустити — ОТЪПОУ|СТИТИ (351), ЩОУ, СТИТЬ гл. 1.Разрешить уйти, отпустить: Проважа˫а же съ покланѧ||ниѥмь отъпѹсти ˫а. въдавъ имъ и манастырю ихъ потрѣбьна˫а. Изб 1076, 22–22 об.; и ѿпѹстить къжь(д). въ своѥи келии ˫ако (ж) хоще(т) свою слѹ(ж)бꙊ. съвьршати …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • απόλυμα — το (Α ἀπόλυμα) 1. το να απολύσεις, να αφήσεις ελεύθερο (απόλυμα των μαθητών, των ζωντανών, του νερού κ.λπ.) 2. το τέλος της θείας λειτουργίας 3. η έξοδος του σμήνους των μελισσών από την κυψέλη και το ίδιο το θυγατρικό, το νέο σμήνος 4. ιατρ.… …   Dictionary of Greek

  • ροφώ — ῥοφῶ, άω και έω, ΝΜΑ, και ρουφῶ Ν και ῥοφῶ και ῥοφάνω και ῥυφάνω και ῥυμφάνω και ιων. τ. ῥυφῶ, έω, Α 1. καταπίνω υγρό με βαθιά εισπνοή, με θορυβώδη τρόπο, με λαιμαργία (α. «μη ρουφάς έτσι τον καφέ» β. «τὴν φακῆν ῥοφήσομαι», Αριστοφ.) 2. αδειάζω… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • άφτυστος — η, ο αυτός τον οποίο δεν έφτυσε κανείς: Δεν έπρεπε να τον αφήσεις άφτυστο τον παλιάνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγούνωτος — η, ο αυτός που δε γαρνιρίστηκε με γούνα: Δεν έπρεπε να αφήσεις το γιακά αγούνωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναγούλα — η 1. αηδία, τάση για εμετό: Αυτό το φαΐ μού έφερε αναγούλα. 2. λόγια ή πράξεις που προκαλούν αηδία: Σε παρακαλώ να αφήσεις αυτές τις αναγούλες. 3. φρ., «Θα χουμε αναγούλες», θα ’χουμε μαλώματα, φασαρίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεξόφλητος — η, ο 1. αυτός που δεν ξοφλήθηκε: Έχει τα χρέη του ανεξόφλητα. 2. εκείνος στον οποίο δεν πλήρωσε κανείς όσα οφείλει: Δεν έπρεπε να αφήσεις τον έμπορο ανεξόφλητο. 3. αυτός που δεν ανταποδόθηκε: Έχω σε σένα ανεξόφλητη μια πολύ μεγάλη χάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”